- υπόψυξη
- η, Νφυσ.-χημ. η διατήρηση ορισμένης φάσης, αέριας, υγράς ή στερεάς, μιας ουσίας σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από τη θερμοκρασία κάτω από την οποία, κανονικά, μεταπίπτει σε άλλη, σταθερότερη φάση, όπως συμβαίνει κατά την ψύξη ορισμένων υγρών ουσιών που διατηρούνται σε υγρά κατάσταση και κάτω από το σημείο πήξης τους, αλλ. υπέρτηξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ψύξη. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. subcooling και undercooling].
Dictionary of Greek. 2013.