υπόψυξη

υπόψυξη
η, Ν
φυσ.-χημ. η διατήρηση ορισμένης φάσης, αέριας, υγράς ή στερεάς, μιας ουσίας σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από τη θερμοκρασία κάτω από την οποία, κανονικά, μεταπίπτει σε άλλη, σταθερότερη φάση, όπως συμβαίνει κατά την ψύξη ορισμένων υγρών ουσιών που διατηρούνται σε υγρά κατάσταση και κάτω από το σημείο πήξης τους, αλλ. υπέρτηξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ψύξη. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. subcooling και undercooling].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • υπέρτηξη — η, Ν φυσ. χημ. η υπόψυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τήξη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”